- πτώσσω
- Α1. (για ζώα και πτηνά) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο («πτώσσουσαν ὥστε πέρδικα», Αρχίλ.)2. (για πρόσ.) φοβάμαι, κρύβομαι ή δραπετεύω από φόβο (α. «ὤμοι, Τυδέος υἱέ... τί πτώσσεις;» Ομ. Ιλ.β. «πτώσσειν ὑπ' ἀσπίδος», Τυρτ.)3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι (α. «ἀλλήλους πτώσσοιμεν», Ομ. Ιλ.β. «πτώσσειν δόρυ», Κόιντ.)4. τριγυρνάω δειλά, μαζεμένος σαν ζητιάνος («οὐκ ἐθελήσει ἔργον ἐποίχεσθαι, ἀλλὰ πτώσσων κατὰ δῆμον βούλεται αἰτίζων», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πτώσσω (< *πτω-κ-jω) έχει σχηματιστεί από θ. πτω- (βλ. λ. πτήσσω) με ουρανικό ένθημα -κ-].
Dictionary of Greek. 2013.